- όλος
- και ούλος, -η, -ο (ΑΜ ὅλος, -η, -ον, Α ιων. τ. οὖλος, -η, -ον)1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ' ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.)2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος ἑσπέρας ὀφθαλμός» — η πανσέληνος, Πίνδ.)3. (ενάρθρως) ολικός, συνολικός («τῆ ὅλη φάλαγγι», Ξεν.)4. (το ουδ. με ή χωρίς άρθρο ως επίρρ.) όλον(ν) ή το όλο(ν)α) εντελώς, καθ' ολοκληρίανβ) συνολικά(νεοελλ)1. το ουδ. ως ουσ. α) το όλοη ολότητα, το σύνολοβ) (φιλοσ.) σύνολο μερών ή στοιχείων ή υποσυστημάτων στο οποίο κυριαρχεί μία σταθερή σχέση τάξης τού συνόλου προς τα μέρη και τών μερών μεταξύ τους, τα οποία αλληλεξαρτώνται μορφολογικά και λειτουργικά και συγκροτούν ένα συνεκτικό σύστημα2. (το ουδ. ως επίρρ.) όλοδιαρκώς, πάντοτε («όλο γκρινιάζεις»)3. στον πληθ. καθένας χωριστά ή άπαντες4. (στον πληθ. με αναδίπλωση για επίταση τής σημ. ενός συνόλου) όλοι όλοι, όλες όλες, όλα όλαστο σύνολο τους5. φρ. α) «με τα όλα του» — χωρίς να τού λείπει τίποταβ) «μ' όλον ότι» ή «μολονότι» και «μ' όλον τούτο» — αν καιγ) «μ' όλα ταύτα» ή «μολαταύτα» — εν τούτοιςδ) «είναι ικανός για όλα»(ιδίως για κακό άνθρωπο) μπορεί να διαπράξει τα πάντα χωρίς ενδοιασμούςε) «με όλη του την καρδιά» — εγκάρδια, ολόψυχαστ) «είναι μέσα στα όλα» — λέγεται για ανθρώπους που αναμιγνύονται σε όλα τα ζητήματαζ) «όλα κι όλα» — τα πάντα δέχομαι εκτός από αυτόη) «όλος κι όλος» «όλη κι όλη», «όλο κι όλο» — τόσος μόνο και όχι περισσότεροςθ) μες στα όλα» — λέγεται για όσους ενεργούν αποφασιστικά, αλλά στην τύχηαρχ.1. αβλαβής, σώος2. εντελώς σωστός («ὄψεσθε ὅτι πλάσμα ὅλον ἐστὶν ἡ διαθήκη», Δημοσθ.)3. το ουδ. ως ουσ. το σύμπαν («καὶ τὸ ὅλον τοῡτο διὰ ταῡτα κόσμον καλοῡσιν», Πλάτ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τὰ ὅλα» — ό,τι έχει κάποιος5. φρ. α) «ὅλη πόλις» — κάθε πόληβ) «τοῑς ὅλοιςτελείως, εντελώς. Επίρρ. όλως (ΑΜ όλως, Α ιων. τ. οὔλως)εξ ολοκλήρου, εντελώς, τελείως (α. «ὅλως ἀδίκως» β. «ὅλως ψεύδεται», Ισοκρ.)νεοελλ.φρ. «όλως διόλου» και «ολωσδιόλου» — καθ' ολοκληρίαν, τελείως, εντελώςαρχ.1. γενικά («διψὴν καὶ πεινὴν καὶ ὅλως τὰς ἐπιθυμίας», Πλάτ.)2. πράγματι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επιθ. ὅλος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sol-wos «ολόκληρος» (πρβλ. λατ. solidus «στερεός, όλος, ακέραιος», sol-lus «όλος») με επίθημα -Fos και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. sarva- «ολόκληρος, ακέραιος», αβεστ. haurva-. Τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ίδιας ρίζας εμφανίζουν τα λατ. salvus «ακέραιος, υγιής», salus «σωτηρία», salve «χαίρε» (για τη σημ. «χαίρε» βλ. λ. ούλε). Στην ίδια οικογένεια ανήκουν επίσης το τοχαρ. salu- «ολόκληρος» και το αλβ. gjalle «ζωντανός, ζωηρός». Τέλος, η Ιταλική έχει ορισμένους δισύλλαβους τ. όπως:, οσκικό σαλαFς, ομβρικό saluvom. Ανάλογο παράδειγμα δισύλλαβου τ. αποτελεί το ελλ. ὁλοός (ΙΙ) (πιθ. < *solo-wo) με -ο- στην πρώτη συλλαβή αντί -α-, που έχουν οι ιταλ. λ:, αναλογικά προς το ὅλος. Ο αττ. τ. ὅλος έχει προέλθει από ὅλ-Fos με απλοποίηση τού συμπλέγματος -λF- χωρίς αντέκταση, ενώ ο ιων. τ. οὖλος είναι προϊόν αντέκτασης (πρβλ. *μόνFος > αττ. μόνος, ιων. μοῦνος, *ξένFος > αττ. ξένος, ιων. ξεῖνος). Το επιθ. ὅλος «ολόκληρος, ακέραιος, πλήρης, συνολικός» διακρινόταν αρχικά από το πᾶς, το οποίο είχε επί πλέον και μία επιμεριστική σημ. «έκαστος, καθένας», αργότερα, όμως, επικράτησε και αντικατέστησε το πᾶς. Ανάλογη εξέλιξη παρατηρείται στη Λατινική με τα totus και omnis.ΠΑΡ. ολότης(-τητα)αρχ.ολούμαινεοελλ.ολόθεν, ολούθε. Για συνθ. με α' συνθετικό όλος βλ. λ. ολ(ο)-].
Dictionary of Greek. 2013.